κορεατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορεατικός η κορεατική το κορεατικό
      γενική του κορεατικού της κορεατικής του κορεατικού
    αιτιατική τον κορεατικό την κορεατική το κορεατικό
     κλητική κορεατικέ κορεατική κορεατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορεατικοί οι κορεατικές τα κορεατικά
      γενική των κορεατικών των κορεατικών των κορεατικών
    αιτιατική τους κορεατικούς τις κορεατικές τα κορεατικά
     κλητική κορεατικοί κορεατικές κορεατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κορεατικός < Κορεάτ(ης) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /koɾeatiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορεατικός

Επίθετο

κορεατικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την Κορέα ή τους Κορεάτες, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά ή προέρχεται απ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) κορεατική / κορεατικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.