Κορέα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- Κορέα < από τη δυναστεία Γκόριο (Κόριο) (고려, 928-1392). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
Κορέα θηλυκό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κορέα | οι | Κορέες |
| γενική | της | Κορέας | — | |
| αιτιατική | την | Κορέα | τις | Κορέες |
| κλητική | Κορέα | Κορέες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ορεινή χερσόνησος της Ασίας
- χώρες: Βόρεια Κορέα, με πρωτεύουσα την Πιονγιάνγκ, και Νότια Κορέα, με πρωτεύουσα τη Σεούλ.
Συγγενικά
-
Κορέα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Κορέα
|
Ετυμολογία 2
- Κορέα < γενική ενικού του αρσενικού Κορέας
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.