Κορεάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κορεάτης οι Κορεάτες
      γενική του Κορεάτη των Κορεατών
    αιτιατική τον Κορεάτη τους Κορεάτες
     κλητική Κορεάτη Κορεάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κορεάτης < Κορέ(α) + -άτης

Κύριο όνομα

Κορεάτης αρσενικό (θηλυκό Κορεάτισσα)

  • (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται ή που κατοικεί στην κορεατική χερσόνησο (του Βορρά ή του Νότου από το 1953). Οι κάτοικοι λέγονται Βορειοκορεάτες ή Νοτιοκορεάτες.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.