κορδωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κορδωμένος | η | κορδωμένη | το | κορδωμένο |
| γενική | του | κορδωμένου | της | κορδωμένης | του | κορδωμένου |
| αιτιατική | τον | κορδωμένο | την | κορδωμένη | το | κορδωμένο |
| κλητική | κορδωμένε | κορδωμένη | κορδωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κορδωμένοι | οι | κορδωμένες | τα | κορδωμένα |
| γενική | των | κορδωμένων | των | κορδωμένων | των | κορδωμένων |
| αιτιατική | τους | κορδωμένους | τις | κορδωμένες | τα | κορδωμένα |
| κλητική | κορδωμένοι | κορδωμένες | κορδωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κορδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορδώνω, κορδώνομαι
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κορδωμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.