κορδωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορδωμένος η κορδωμένη το κορδωμένο
      γενική του κορδωμένου της κορδωμένης του κορδωμένου
    αιτιατική τον κορδωμένο την κορδωμένη το κορδωμένο
     κλητική κορδωμένε κορδωμένη κορδωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορδωμένοι οι κορδωμένες τα κορδωμένα
      γενική των κορδωμένων των κορδωμένων των κορδωμένων
    αιτιατική τους κορδωμένους τις κορδωμένες τα κορδωμένα
     κλητική κορδωμένοι κορδωμένες κορδωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κορδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κορδώνω, κορδώνομαι

Μετοχή

κορδωμένος, -η, -ο

  1. που έχει κορδωθεί
  2. ευθυτενής
  3. καμαρωτός
  4. (οικείο) ερεθισμένος σεξουαλικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.