κονσερβοκούτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονσερβοκούτι τα κονσερβοκούτια
      γενική του κονσερβοκουτιού των κονσερβοκουτιών
    αιτιατική το κονσερβοκούτι τα κονσερβοκούτια
     κλητική κονσερβοκούτι κονσερβοκούτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα μισάνοιχτο κοσερβοκούτι.

Ετυμολογία

κονσερβοκούτι < κονσέρβ(α) + -ο- + κουτ(ί) +

Ουσιαστικό

κονσερβοκούτι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.