κομπογιαννιτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κομπογιαννιτισμός | οι | κομπογιαννιτισμοί |
| γενική | του | κομπογιαννιτισμού | των | κομπογιαννιτισμών |
| αιτιατική | τον | κομπογιαννιτισμό | τους | κομπογιαννιτισμούς |
| κλητική | κομπογιαννιτισμέ | κομπογιαννιτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομπογιαννιτισμός < κομπογιαννίτης + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kom.bo.ʝa.ni.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπο‐για‐νι‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
κομπογιαννιτισμός αρσενικό
- η συμπεριφορά του κομπογιαννίτη, οι τρόποι εξαπάτησης ανθρώπων, με χρήση, επίκληση ή επίδειξη ανύπαρκτων ή ελλιπών προσόντων ή ικανοτήτων
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κομπογιαννίτης
Μεταφράσεις
κομπογιαννιτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.