αγυρτεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγυρτεία | οι | αγυρτείες |
| γενική | της | αγυρτείας | των | αγυρτειών |
| αιτιατική | την | αγυρτεία | τις | αγυρτείες |
| κλητική | αγυρτεία | αγυρτείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγυρτεία < αρχαία ελληνική ἀγυρτεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ʝiɾˈti.a/
Ουσιαστικό
αγυρτεία θηλυκό
- υποτιμητικός όρος που αναφέρεται σε ιατρικό τσαρλατανισμό, κομπογιαννιτισμός, κάτι το ψεύτικο. Συχνά συνδέεται με την απάτη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.