κολλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολλοειδής | η | κολλοειδής | το | κολλοειδές |
| γενική | του | κολλοειδούς* | της | κολλοειδούς | του | κολλοειδούς |
| αιτιατική | τον | κολλοειδή | την | κολλοειδή | το | κολλοειδές |
| κλητική | κολλοειδή(ς) | κολλοειδής | κολλοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολλοειδείς | οι | κολλοειδείς | τα | κολλοειδή |
| γενική | των | κολλοειδών | των | κολλοειδών | των | κολλοειδών |
| αιτιατική | τους | κολλοειδείς | τις | κολλοειδείς | τα | κολλοειδή |
| κλητική | κολλοειδείς | κολλοειδείς | κολλοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κολλοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική colloïde < αρχαία ελληνική κολλώδης < κόλλα
Επίθετο
κολλοειδής
Συνώνυμα
- πηκτώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.