κολλοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολλοειδής η κολλοειδής το κολλοειδές
      γενική του κολλοειδούς* της κολλοειδούς του κολλοειδούς
    αιτιατική τον κολλοειδή την κολλοειδή το κολλοειδές
     κλητική κολλοειδή(ς) κολλοειδής κολλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολλοειδείς οι κολλοειδείς τα κολλοειδή
      γενική των κολλοειδών των κολλοειδών των κολλοειδών
    αιτιατική τους κολλοειδείς τις κολλοειδείς τα κολλοειδή
     κλητική κολλοειδείς κολλοειδείς κολλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κολλοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική colloïde < αρχαία ελληνική κολλώδης < κόλλα

Επίθετο

κολλοειδής

  1. που είναι όμοιος με κόλλα, που έχει παρόμοια υφή ή μορφή
  2. που έχει σχέση με κολλοειδές ή αναφέρεται σ’ αυτό
  3. (ουσιαστικοποιημένο) κολλοειδές

Συνώνυμα

  • πηκτώδης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.