γαλιφιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλιφιά οι γαλιφιές
      γενική της γαλιφιάς των γαλιφιών
    αιτιατική τη γαλιφιά τις γαλιφιές
     κλητική γαλιφιά γαλιφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαλιφιά < γαλίφης

Ουσιαστικό

γαλιφιά θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.