κοκκιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοκκιώδης | η | κοκκιώδης | το | κοκκιώδες |
| γενική | του | κοκκιώδους | της | κοκκιώδους | του | κοκκιώδους |
| αιτιατική | τον | κοκκιώδη | την | κοκκιώδη | το | κοκκιώδες |
| κλητική | κοκκιώδη(ς) | κοκκιώδης | κοκκιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοκκιώδεις | οι | κοκκιώδεις | τα | κοκκιώδη |
| γενική | των | κοκκιωδών | των | κοκκιωδών | των | κοκκιωδών |
| αιτιατική | τους | κοκκιώδεις | τις | κοκκιώδεις | τα | κοκκιώδη |
| κλητική | κοκκιώδεις | κοκκιώδεις | κοκκιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοκκιώδης < κοκκί(ο) + -ώδης (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική granuleux[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ciˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κι‐ώ‐δης
Επίθετο
κοκκιώδης, -ης, -ες
- (βιολογία, ιατρική) που αποτελείται από κοκκία ή τα περιέχει
- άλλη μορφή του κοκκώδης
Μεταφράσεις
κοκκιώδης
|
|
Αναφορές
- κοκκιώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.