κοκκίωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοκκίωμα | τα | κοκκιώματα |
| γενική | του | κοκκιώματος | των | κοκκιωμάτων |
| αιτιατική | το | κοκκίωμα | τα | κοκκιώματα |
| κλητική | κοκκίωμα | κοκκιώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκκίωμα < κοκκίο + -ωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granuloma)
Ουσιαστικό
κοκκίωμα ουδέτερο
- (ιατρική) κόμπος που σχηματίζεται σε ερεθισμένη περιοχή, λόγω τοπικής συγκέντρωση μακροφάγων που σχηματίζεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα προσπαθεί και δεν επιτυγχάνει να απομακρύνει ουσίες οι οποίες είναι ξένες προς τον οργανισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.