κοκκίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοκκίο | τα | κοκκία |
| γενική | του | κοκκίου | των | κοκκίων |
| αιτιατική | το | κοκκίο | τα | κοκκία |
| κλητική | κοκκίο | κοκκία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκκίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοκκίον < υποκοριστικό στην αρχαία ελληνική κόκκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κί‐ο
Ουσιαστικό
κοκκίο ουδέτερο
Συγγενικά
- ακόκκιστος
- κοκκιδίτσα
- κοκκιοκύτταρο
- κοκκιώδης, κοκκιώδες
- κοκκίωμα
- κοκκιωματώδης
- κοκκιωμάτωση
- λεμφοκοκκίωμα
→ και δείτε τη λέξη κόκκος
Πηγές
- κοκκίο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.