κοκκιωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοκκιωμάτωση | οι | κοκκιωματώσεις |
| γενική | της | κοκκιωμάτωσης* | των | κοκκιωματώσεων |
| αιτιατική | την | κοκκιωμάτωση | τις | κοκκιωματώσεις |
| κλητική | κοκκιωμάτωση | κοκκιωματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιωματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκκιωμάτωση < κοκκίωμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granulomatosis[1])
Ουσιαστικό
κοκκιωμάτωση θηλυκό
- (ιατρική) ασθένεια ή κατάσταση που συνοδεύεται από πολλαπλά κοκκιώματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.