κοκκιωμάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκιωμάτωση οι κοκκιωματώσεις
      γενική της κοκκιωμάτωσης* των κοκκιωματώσεων
    αιτιατική την κοκκιωμάτωση τις κοκκιωματώσεις
     κλητική κοκκιωμάτωση κοκκιωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκκιωμάτωση < κοκκίωμα + -ωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granulomatosis[1])

Ουσιαστικό

κοκκιωμάτωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.