κοιταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοιταγμένος | η | κοιταγμένη | το | κοιταγμένο |
| γενική | του | κοιταγμένου | της | κοιταγμένης | του | κοιταγμένου |
| αιτιατική | τον | κοιταγμένο | την | κοιταγμένη | το | κοιταγμένο |
| κλητική | κοιταγμένε | κοιταγμένη | κοιταγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοιταγμένοι | οι | κοιταγμένες | τα | κοιταγμένα |
| γενική | των | κοιταγμένων | των | κοιταγμένων | των | κοιταγμένων |
| αιτιατική | τους | κοιταγμένους | τις | κοιταγμένες | τα | κοιταγμένα |
| κλητική | κοιταγμένοι | κοιταγμένες | κοιταγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοιταγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου κοιτάζω, κοιτώ
Μετοχή
κοιταγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν κοιτάξει, συνήθως κάτω από μια ορισμένη οπτική γωνία ή σκοπιά
Μεταφράσεις
κοιταγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.