κοιταγμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
κοιταγμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κοιταγμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κοιταγμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοιταγμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.