κοιτάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοιτάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος κοιτάζω

Ρήμα

κοιτάζομαι

  1.  δείτε τη λέξη κοιτάζω: κοιτάζω / παρατηρώ τον εαυτό μου
    κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διόρθωσε βιαστικά τα μαλλιά του
  2. πηγαίνω σε έναν γιατρό για να με εξετάσει
    πήγαινε να κοιταχτείς σε κάνα γιατρό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.