κοιτάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοιτάω < κοιτ(ώ) (< κοιτ(άζω) + μεταπλασμός σε ) + -άω [1]

Ρήμα

κοιτάω/κοιτώ, αόρ.: κοίταξα, παθ.φωνή: κοιτιέμαι, π.αόρ.: κοιτάχτηκα, μτχ.π.π.: κοιταγμένος

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.