ευκοινωνησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευκοινωνησία οι ευκοινωνησίες
      γενική της ευκοινωνησίας των ευκοινωνησιών
    αιτιατική την ευκοινωνησία τις ευκοινωνησίες
     κλητική ευκοινωνησία ευκοινωνησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευκοινωνησία < ελληνιστική κοινή εὐκοινωνησία < αρχαία ελληνική εὐκοινώνητος

Ουσιαστικό

ευκοινωνησία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.