κοινωνικοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνικοποιημένος η κοινωνικοποιημένη το κοινωνικοποιημένο
      γενική του κοινωνικοποιημένου της κοινωνικοποιημένης του κοινωνικοποιημένου
    αιτιατική τον κοινωνικοποιημένο την κοινωνικοποιημένη το κοινωνικοποιημένο
     κλητική κοινωνικοποιημένε κοινωνικοποιημένη κοινωνικοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνικοποιημένοι οι κοινωνικοποιημένες τα κοινωνικοποιημένα
      γενική των κοινωνικοποιημένων των κοινωνικοποιημένων των κοινωνικοποιημένων
    αιτιατική τους κοινωνικοποιημένους τις κοινωνικοποιημένες τα κοινωνικοποιημένα
     κλητική κοινωνικοποιημένοι κοινωνικοποιημένες κοινωνικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κοινωνικοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.