κοινωνικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοινωνικοποιώ < κοινωνικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική socialiser[1])
Ρήμα
κοινωνικοποιώ (παθητική φωνή κοινωνικοποιούμαι)
Συγγενικά
- κοινωνικοποιημένος
- κοινωνικοποίηση
- κοινωνικοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις κοινωνία και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοινωνικοποιώ | κοινωνικοποιούσα | θα κοινωνικοποιώ | να κοινωνικοποιώ | κοινωνικοποιώντας | |
| β' ενικ. | κοινωνικοποιείς | κοινωνικοποιούσες | θα κοινωνικοποιείς | να κοινωνικοποιείς | (κοινωνικοποίει) | |
| γ' ενικ. | κοινωνικοποιεί | κοινωνικοποιούσε | θα κοινωνικοποιεί | να κοινωνικοποιεί | ||
| α' πληθ. | κοινωνικοποιούμε | κοινωνικοποιούσαμε | θα κοινωνικοποιούμε | να κοινωνικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | κοινωνικοποιείτε | κοινωνικοποιούσατε | θα κοινωνικοποιείτε | να κοινωνικοποιείτε | κοινωνικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | κοινωνικοποιούν(ε) | κοινωνικοποιούσαν(ε) | θα κοινωνικοποιούν(ε) | να κοινωνικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοινωνικοποίησα | θα κοινωνικοποιήσω | να κοινωνικοποιήσω | κοινωνικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | κοινωνικοποίησες | θα κοινωνικοποιήσεις | να κοινωνικοποιήσεις | κοινωνικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | κοινωνικοποίησε | θα κοινωνικοποιήσει | να κοινωνικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | κοινωνικοποιήσαμε | θα κοινωνικοποιήσουμε | να κοινωνικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | κοινωνικοποιήσατε | θα κοινωνικοποιήσετε | να κοινωνικοποιήσετε | κοινωνικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | κοινωνικοποίησαν κοινωνικοποιήσαν(ε) |
θα κοινωνικοποιήσουν(ε) | να κοινωνικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοινωνικοποιήσει | είχα κοινωνικοποιήσει | θα έχω κοινωνικοποιήσει | να έχω κοινωνικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοινωνικοποιήσει | είχες κοινωνικοποιήσει | θα έχεις κοινωνικοποιήσει | να έχεις κοινωνικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοινωνικοποιήσει | είχε κοινωνικοποιήσει | θα έχει κοινωνικοποιήσει | να έχει κοινωνικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοινωνικοποιήσει | είχαμε κοινωνικοποιήσει | θα έχουμε κοινωνικοποιήσει | να έχουμε κοινωνικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοινωνικοποιήσει | είχατε κοινωνικοποιήσει | θα έχετε κοινωνικοποιήσει | να έχετε κοινωνικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοινωνικοποιήσει | είχαν κοινωνικοποιήσει | θα έχουν κοινωνικοποιήσει | να έχουν κοινωνικοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοινωνικοποιούμαι | κοινωνικοποιούμουν | θα κοινωνικοποιούμαι | να κοινωνικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κοινωνικοποιείσαι | κοινωνικοποιούσουν | θα κοινωνικοποιείσαι | να κοινωνικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κοινωνικοποιείται | κοινωνικοποιούνταν | θα κοινωνικοποιείται | να κοινωνικοποιείται | ||
| α' πληθ. | κοινωνικοποιούμαστε | κοινωνικοποιούμασταν κοινωνικοποιούμαστε |
θα κοινωνικοποιούμαστε | να κοινωνικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κοινωνικοποιείστε | κοινωνικοποιούσασταν κοινωνικοποιούσαστε |
θα κοινωνικοποιείστε | να κοινωνικοποιείστε | κοινωνικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κοινωνικοποιούνται | κοινωνικοποιούνταν | θα κοινωνικοποιούνται | να κοινωνικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοινωνικοποιήθηκα | θα κοινωνικοποιηθώ | να κοινωνικοποιηθώ | κοινωνικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κοινωνικοποιήθηκες | θα κοινωνικοποιηθείς | να κοινωνικοποιηθείς | κοινωνικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κοινωνικοποιήθηκε | θα κοινωνικοποιηθεί | να κοινωνικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κοινωνικοποιηθήκαμε | θα κοινωνικοποιηθούμε | να κοινωνικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κοινωνικοποιηθήκατε | θα κοινωνικοποιηθείτε | να κοινωνικοποιηθείτε | κοινωνικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κοινωνικοποιήθηκαν κοινωνικοποιηθήκαν(ε) |
θα κοινωνικοποιηθούν(ε) | να κοινωνικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κοινωνικοποιηθεί | είχα κοινωνικοποιηθεί | θα έχω κοινωνικοποιηθεί | να έχω κοινωνικοποιηθεί | κοινωνικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κοινωνικοποιηθεί | είχες κοινωνικοποιηθεί | θα έχεις κοινωνικοποιηθεί | να έχεις κοινωνικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κοινωνικοποιηθεί | είχε κοινωνικοποιηθεί | θα έχει κοινωνικοποιηθεί | να έχει κοινωνικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοινωνικοποιηθεί | είχαμε κοινωνικοποιηθεί | θα έχουμε κοινωνικοποιηθεί | να έχουμε κοινωνικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κοινωνικοποιηθεί | είχατε κοινωνικοποιηθεί | θα έχετε κοινωνικοποιηθεί | να έχετε κοινωνικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοινωνικοποιηθεί | είχαν κοινωνικοποιηθεί | θα έχουν κοινωνικοποιηθεί | να έχουν κοινωνικοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κοινωνικοποιώ
|
- κοινωνικοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.