κούρνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κούρνια | οι | κούρνιες |
| γενική | της | κούρνιας | — | |
| αιτιατική | την | κούρνια | τις | κούρνιες |
| κλητική | κούρνια | κούρνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κούρνια < παλαιοσλαβικής προέλευσης kurnija[1] (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το ουσιαστικό κουρνιαχτός)
Ουσιαστικό
κούρνια θηλυκό
- ράβδος πάνω στην οποία κουρνιάζουν πουλιά (κότες κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) κοτέτσι
- άλλη μορφή του κούρνιασμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- κούρνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.