έγκλειστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έγκλειστος | η | έγκλειστη | το | έγκλειστο |
| γενική | του | έγκλειστου | της | έγκλειστης | του | έγκλειστου |
| αιτιατική | τον | έγκλειστο | την | έγκλειστη | το | έγκλειστο |
| κλητική | έγκλειστε | έγκλειστη | έγκλειστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έγκλειστοι | οι | έγκλειστες | τα | έγκλειστα |
| γενική | των | έγκλειστων | των | έγκλειστων | των | έγκλειστων |
| αιτιατική | τους | έγκλειστους | τις | έγκλειστες | τα | έγκλειστα |
| κλητική | έγκλειστοι | έγκλειστες | έγκλειστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έγκλειστος < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.