κλιμακωτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κλιμακωτών
- γενική πληθυντικού του κλιμακωτός
- γενική πληθυντικού του κλιμακωτή
- γενική πληθυντικού του κλιμακωτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.