κλιμακωτά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλιμακωτά < κλιμακωτός

Επίρρημα

κλιμακωτά

  • λίγο-λίγο, με σταθερό ρυθμό αύξησης ή μείωσης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κλιμακωτά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.