κληρουχίας

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κληρουχίας θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κληρουχίας θηλυκό

  1. γενική ενικού του κληρουχία
  2. αιτιατική πληθυντικού του κληρουχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.