κληρονομικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κληρονομικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κληρονομικῶς, ήδη το 1849.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κληρονομικ(ός) + -ώς.
Αναφορές
- σελ. 549, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- «κληρονομικός» (& κληρονομικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.