μικροαπατεώνας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μικροαπατεώνας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μικροαπατεώνας αρσενικό
- εμπλεκόμενος σε μικρής κλίμακας απατεωνιές
Μεταφράσεις
μικροαπατεώνας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.