κλεμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλεμμένος η κλεμμένη το κλεμμένο
      γενική του κλεμμένου της κλεμμένης του κλεμμένου
    αιτιατική τον κλεμμένο την κλεμμένη το κλεμμένο
     κλητική κλεμμένε κλεμμένη κλεμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλεμμένοι οι κλεμμένες τα κλεμμένα
      γενική των κλεμμένων των κλεμμένων των κλεμμένων
    αιτιατική τους κλεμμένους τις κλεμμένες τα κλεμμένα
     κλητική κλεμμένοι κλεμμένες κλεμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κλεμμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.