κλειδόχορδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλειδόχορδο | τα | κλειδόχορδα |
| γενική | του | κλειδοχόρδου & κλειδόχορδου |
των | κλειδοχόρδων |
| αιτιατική | το | κλειδόχορδο | τα | κλειδόχορδα |
| κλητική | κλειδόχορδο | κλειδόχορδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλειδόχορδο < κλειδί + -ο- + χορδή + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική clavicorde)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kliˈðo.xoɾ.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δό‐χορ‐δο
Μεταφράσεις
κλειδόχορδο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.