κλαγγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλαγγή | οι | κλαγγές |
| γενική | της | κλαγγής | των | κλαγγών |
| αιτιατική | την | κλαγγή | τις | κλαγγές |
| κλητική | κλαγγή | κλαγγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαγγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλαγγή
Ουσιαστικό
κλαγγή θηλυκό
- δυνατός ήχος που δημιουργείται από την σύγκρουση μεταλλικών αντικειμένων, συνήθως όπλων (π.χ., σπαθιά)
- ※ Παντοῦ ἐχυνόταν πάταγος καὶ βρόμος, βλαστήμιες καὶ κατάρες καὶ θριαμβευτικὲς φωνὲς ἀνακατωμένες μὲ τὸν τριποδισμὸ τῶν ἀλόγων καὶ τὴν κλαγγὴ τῶν σπαθιῶν. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ὁ ζητιάνος, 1897)
Παράγωγα
- κλαγγαίνω
- κλαγγάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κλαγγή | αἱ | κλαγγαί |
| γενική | τῆς | κλαγγῆς | τῶν | κλαγγῶν |
| δοτική | τῇ | κλαγγῇ | ταῖς | κλαγγαῖς |
| αιτιατική | τὴν | κλαγγήν | τὰς | κλαγγᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | κλαγγή | κλαγγαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλαγγᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλαγγαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κλαγγή < κλάζω (ουρλιάζω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κλαγγή θηλυκό
- άναρθρη φωνή
- θόρυβος ή βουή συγκεχυμένη
- το σύριγμα που κάνει η χορδή του τόξου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 49
- δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ' ἀργυρέοιο βιοῖο
- ἀχὸς ἐβγῆκε τρομερὸς ἀπ' τ' ἀσημένιο τόξο (Μετάφραση: Ἰάκωβος Πολυλᾶς)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 49
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλαγγαίνω
Πηγές
- κλαγγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλαγγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.