σύριγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύριγμα τα συρίγματα
      γενική του συρίγματος των συριγμάτων
    αιτιατική το σύριγμα τα συρίγματα
     κλητική σύριγμα συρίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύριγμα < αρχαία ελληνική σύριγμα < συρίζω

Ουσιαστικό

σύριγμα ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.