κιστέρνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιστέρνα οι κιστέρνες
      γενική της κιστέρνας των κιστερνών
    αιτιατική την κιστέρνα τις κιστέρνες
     κλητική κιστέρνα κιστέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιστέρνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κιστέρνα < λατινική cisterna. Συγκρίνετε με το αντιδάνειο «στέρνα» από το μεσαιωνικό κινστέρνα.  δείτε το αρχαίο κίστη

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈster.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιστέρνα

Ουσιαστικό

κιστέρνα θηλυκό

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κιστέρνα < ελληνιστική κοινή κιστέρνα. Συγκρίνετε με τον τύπο κινστέρνα

Ουσιαστικό

κιστέρνα θηλυκό

  • άλλη μορφή του κινστέρνα, η στέρνα
      5ος αιώνας Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, 2, 399, 7
    Ὁ δὲ θειότατος ᾿Αναστάσιος (…) ἐποίησεν ἐν αὐτῷ δημόσια λουτρὰ δύο καὶ ἐκκλησίας καὶ ἐμβόλους καὶ ὡρεῖα εἰς ἀπόθετα σίτου καὶ κιστέρνας ὑδάτων.

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κιστέρν αἱ κιστέρναι
      γενική τῆς κιστέρνης τῶν κιστερνῶν
      δοτική τῇ κιστέρν ταῖς κιστέρναις
    αιτιατική τὴν κιστέρνᾰν τὰς κιστέρνᾱς
     κλητική ! κιστέρν κιστέρναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιστέρν
γεν-δοτ τοῖν  κιστέρναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιστέρνα < (αντιδάνειο): άμεσο δάνειο από τη λατινική cisterna < cist(a) (καλάθι, κιβώτιο) + -erna < αρχαία ελληνική κίστη[1]

Ουσιαστικό

κιστέρνα θηλυκό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.