κινστέρνα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κινστέρνα, λέξη του 11ου αιώνα < κιστέρνα, με κινστ- διότι ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < ελληνιστική κοινή κιστέρνα

Ουσιαστικό

κινστέρνα θηλυκό

  • η κιστέρνα, στέρνα, δεξαμενή
      11ος αιώνας - Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις ἱστοριῶν, CHSB, Επιμ. Bekker, P462c / 2, 8, 15-22. γλώσσα: λόγια μεσαιωνική (όψιμη ελληνιστική)
    Τῷ δὲ θερινῷ ἐξεκαύθη εἰσάπαξ, ὥστε καὶ ὁλοκλήρους οἴκους κλεισθῆναι παντελῶς, καὶ μὴ εἶναι τοὺς ὀφείλοντας θάπτειν τοὺς νεκρούς, ὥστε μὴ ἐξαρκεῖν τοὺς κραββάτους εἰς τὴν τούτων ἐκκομιδήν, ἀλλὰ καὶ διὰ ἀλόγων καὶ διὰ ἁμαξῶν ἐκφέρειν τοὺς τεθνεῶτας, καὶ ἐν τοῖς προτειχίσμασι καὶ προαστείοις καὶ κινστέρναις ἀνύδροις καὶ λάκκοις θάπτεσθαι αὐτούς, ὧν πληρωθέντων τοὺς ἀμπελῶνας καὶ κήπους διέσκαπτον, καὶ μόλις τούτους ἴσχυσαν ἐπικαλύψαι.

Παράγωγα

  • κινστερνοειδής
  • ξυλοκινστέρνα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.