κίστη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κίστη οι κίστες
      γενική της κίστης των κιστών
    αιτιατική την κίστη τις κίστες
     κλητική κίστη κίστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίστη < αρχαία ελληνική κίστη

Ουσιαστικό

κίστη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.