γιστέρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γιστέρνα | οι | γιστέρνες |
| γενική | της | γιστέρνας | των | γιστερνών |
| αιτιατική | τη | γιστέρνα | τις | γιστέρνες |
| κλητική | γιστέρνα | γιστέρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιστέρνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιστέρνα μορφή του κινστέρνα → δείτε τη λέξη στέρνα
Ουσιαστικό
γιστέρνα θηλυκό
Αναφορές
- λήμμα: «γιστέρνα, η» Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής , αναφερόμενο στο Κυπρή Θδανώ Δ. (επιμ.) (1983 [2003²]), Υλικά διά την σύνταξιν ιστορικού λεξικού της κυπριακής διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, IX, Λευκωσία.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γιστέρνα θηλυκό
Αναφορές
- σελ. 105 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google
Πηγές
- γιστέρνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κινστέρνα & μορφές - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.