κιονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιονοειδής | η | κιονοειδής | το | κιονοειδές |
| γενική | του | κιονοειδούς* | της | κιονοειδούς | του | κιονοειδούς |
| αιτιατική | τον | κιονοειδή | την | κιονοειδή | το | κιονοειδές |
| κλητική | κιονοειδή(ς) | κιονοειδής | κιονοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιονοειδείς | οι | κιονοειδείς | τα | κιονοειδή |
| γενική | των | κιονοειδών | των | κιονοειδών | των | κιονοειδών |
| αιτιατική | τους | κιονοειδείς | τις | κιονοειδείς | τα | κιονοειδή |
| κλητική | κιονοειδείς | κιονοειδείς | κιονοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κιονοειδής < ελληνιστική κοινή κιονοειδής < αρχαία ελληνική κίων + -ειδής
Μεταφράσεις
κιονοειδής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.