κινητική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινητική | οι | κινητικές |
| γενική | της | κινητικής | των | κινητικών |
| αιτιατική | την | κινητική | τις | κινητικές |
| κλητική | κινητική | κινητικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κινητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική kinematics)
Ουσιαστικό
κινητική θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κινητική
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.