αδιαφορώντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
αδιαφορώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αδιαφορώ
- ↪ Αδιαφορώντας για τις εκλογές, δέχεσαι αυτό που ενδιαφέρει τους άλλους.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.