κινηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κινηματικός η κινηματική το κινηματικό
      γενική του κινηματικού της κινηματικής του κινηματικού
    αιτιατική τον κινηματικό την κινηματική το κινηματικό
     κλητική κινηματικέ κινηματική κινηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κινηματικοί οι κινηματικές τα κινηματικά
      γενική των κινηματικών των κινηματικών των κινηματικών
    αιτιατική τους κινηματικούς τις κινηματικές τα κινηματικά
     κλητική κινηματικοί κινηματικές κινηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κινηματικός < κίνημα + -ικός (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cinématique)[1]

Επίθετο

κινηματικός

  1. (πολιτική) που σχετίζεται με πολιτικό κίνημα [2]
  2. (φυσική) που σχετίζεται με την κίνηση, που αφορά την κινηματική
    η χειρονομία είναι ένα κινηματικό σημείο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κινώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κινηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.