κιγκλίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κιγκλίδωμα | τα | κιγκλιδώματα |
| γενική | του | κιγκλιδώματος | των | κιγκλιδωμάτων |
| αιτιατική | το | κιγκλίδωμα | τα | κιγκλιδώματα |
| κλητική | κιγκλίδωμα | κιγκλιδώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιγκλίδωμα < αρχαία ελληνική κιγκλίς, κιγκλίδ(α) + -ωμα, απόδοση για τη γαλλική grillage[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciŋˈɡli.ðo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐γκλί‐δω‐μα
Ουσιαστικό
κιγκλίδωμα ουδέτερο
- (μεσαιωνική ελληνική) καγκελοθυρίς
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κιγκλίδωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.