κιγκλίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιγκλίδα οι κιγκλίδες
      γενική της κιγκλίδας των κιγκλίδων
    αιτιατική την κιγκλίδα τις κιγκλίδες
     κλητική κιγκλίδα κιγκλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιγκλίδα < (καθαρεύουσα) κιγκλίς < αρχαία ελληνική κιγκλίς

Ουσιαστικό

κιγκλίδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.