κιγκλίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κιγκλίς αἱ κιγκλίδες
      γενική τῆς κιγκλίδος τῶν κιγκλίδων
      δοτική τῇ κιγκλίδ ταῖς κιγκλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κιγκλίδ τὰς κιγκλίδᾰς
     κλητική ! κιγκλίς* κιγκλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιγκλίδε
γεν-δοτ τοῖν  κιγκλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιγκλίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κιγκλίς θηλυκό

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) η καγκελωτή πόρτα δικαστηρίου ή αίθουσας συνεδριάσεων
  2. (μεταφορικά, νομικός όρος) αναβολή δίκης

Σημειώσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.