κιάλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κιάλι | τα | κιάλια |
| γενική | του | κιαλιού | των | κιαλιών |
| αιτιατική | το | κιάλι | τα | κιάλια |
| κλητική | κιάλι | κιάλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιάλι < μεσαιωνική ελληνική ὀκκιάλι < ιταλική occhiali (παλαιότερη ονομασία) < occhiale < occhio (“μάτι, οφθαλμός”) + -ale
(το κυάλι ψευδετυμολογείται απ' το αρχαία ελληνική ὕαλος ή ὕελος)
Ουσιαστικό
κιάλι ουδέτερο και κυάλι
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
κιάλι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.