κιάλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κιάλια
      γενική των κιαλιών
    αιτιατική τα κιάλια
     κλητική κιάλια
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Δείτε και το κιάλι
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιάλια < κιάλι
Άντρας κοιτάζει μέσα από κιάλια.

Ουσιαστικό

κιάλια ουδέτερο στον πληθυντικό

  • φορητό όργανο που αποτελείται από δύο κιάλια συνδεδεμένα μεταξύ τους

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κιάλια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.