κηρυγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κηρυγμένος | η | κηρυγμένη | το | κηρυγμένο |
| γενική | του | κηρυγμένου | της | κηρυγμένης | του | κηρυγμένου |
| αιτιατική | τον | κηρυγμένο | την | κηρυγμένη | το | κηρυγμένο |
| κλητική | κηρυγμένε | κηρυγμένη | κηρυγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κηρυγμένοι | οι | κηρυγμένες | τα | κηρυγμένα |
| γενική | των | κηρυγμένων | των | κηρυγμένων | των | κηρυγμένων |
| αιτιατική | τους | κηρυγμένους | τις | κηρυγμένες | τα | κηρυγμένα |
| κλητική | κηρυγμένοι | κηρυγμένες | κηρυγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
κηρυγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.