κηροπλαστική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηροπλαστική οι κηροπλαστικές
      γενική της κηροπλαστικής των κηροπλαστικών
    αιτιατική την κηροπλαστική τις κηροπλαστικές
     κλητική κηροπλαστική κηροπλαστικές
ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηροπλαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κηροπλαστικός < (ελληνιστική κοινή) κηροπλαστικός

Ουσιαστικό

κηροπλαστική θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.