Κεφαλάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κεφαλάρι τα Κεφαλάρια
      γενική του Κεφαλαριού των Κεφαλαριών
    αιτιατική το Κεφαλάρι τα Κεφαλάρια
     κλητική Κεφαλάρι Κεφαλάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κεφαλάρι < κεφαλάρι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.faˈla.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κεφαλάρι

Κύριο όνομα

Κεφαλάρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.