βιβλιοδεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βιβλιοδεσία | οι | βιβλιοδεσίες |
| γενική | της | βιβλιοδεσίας | των | βιβλιοδεσιών |
| αιτιατική | τη | βιβλιοδεσία | τις | βιβλιοδεσίες |
| κλητική | βιβλιοδεσία | βιβλιοδεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιβλιοδεσία < βιβλιοδέ(της) + -σία < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Buchbinderei[1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1866
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.vli.o.ðeˈsi.a/
Ουσιαστικό
βιβλιοδεσία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βιβλιοδεσία
|
Αναφορές
- βιβλιοδεσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.