κεφαλόβρυσο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεφαλόβρυσο | τα | κεφαλόβρυσα |
| γενική | του | κεφαλόβρυσου | των | κεφαλόβρυσων |
| αιτιατική | το | κεφαλόβρυσο | τα | κεφαλόβρυσα |
| κλητική | κεφαλόβρυσο | κεφαλόβρυσα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.faˈlo.vɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λό‐βρυ‐σο
- κεφαλοβρύση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κεφάλι και βρύση
- Κεφαλόβρυσο (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
κεφαλόβρυσο
|
Αναφορές
- κεφαλόβρυσο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.