κεφαλόβρυσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλόβρυσο τα κεφαλόβρυσα
      γενική του κεφαλόβρυσου των κεφαλόβρυσων
    αιτιατική το κεφαλόβρυσο τα κεφαλόβρυσα
     κλητική κεφαλόβρυσο κεφαλόβρυσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλόβρυσο < κεφαλό- + βρύσ(η) + -ο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.faˈlo.vɾi.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλόβρυσο

Ουσιαστικό

κεφαλόβρυσο ουδέτερο

  • κεφαλοβρύση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.