παραλληλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παραλληλισμός | οι | παραλληλισμοί |
| γενική | του | παραλληλισμού | των | παραλληλισμών |
| αιτιατική | τον | παραλληλισμό | τους | παραλληλισμούς |
| κλητική | παραλληλισμέ | παραλληλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραλληλισμός < παραλληλίζω + -μός
Μεταφράσεις
παραλληλισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.